- προσκαρτερία
- προσκαρτερ-ία, ἡ,= προσκαρτέρησις, Inscr.Prien.109.101 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκαρτερία — ἡ, Α [προσκαρτερῶ] η προσκαρτέρησις* … Dictionary of Greek